ιεραγωγός — ἱεραγωγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη ή ζώα για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + αγωγός] … Dictionary of Greek
ἱεραγωγόν — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem acc sg ἱεραγωγός carrying offerings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεραγωγοῖς — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεραγωγοί — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεραγωγούς — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek