ἱεραγωγός

ἱεραγωγός
ἱερ-ᾰγωγός, όν,
A carrying offerings,

μύσται Hedyl.

ap. Ath.11.497d;

ναῦς Plb.31.12.11

;

ἄνδρες D.H.16.3

: as Subst., Inscr.Délos 291b8 (iii B.C.), IG12(1).1035 ([place name] Carpathos), 12(8).190.45 ([place name] Samothrace).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιεραγωγός — ἱεραγωγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη ή ζώα για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • ἱεραγωγόν — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem acc sg ἱεραγωγός carrying offerings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεραγωγοῖς — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεραγωγοί — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεραγωγούς — ἱεραγωγός carrying offerings masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”